ευτακτώ

ευτακτώ
(ΑΜ εὐτακτῶ, -έω) [εύτακτος]
είμαι εύτακτος, συμπεριφέρομαι με τάξη και πειθαρχία
μσν.-αρχ.
τηρώ στη ζωή την πρέπουσα τάξη, είμαι εγκρατής
αρχ.
(για στρατιώτες) πειθαρχώ, υπακούω
2. πληρώνω τακτικά τις οφειλές μου
3. επαναφέρω κάποιον στην τάξη
4. παθ. εὐτακτοῡμαι, -έομαι
επαναφέρομαι στην τάξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὐτακτῶ — εὐτακτέω to be orderly pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐτακτέω to be orderly pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτάκτῳ — εὔτακτος well ordered masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απευτακτώ — ἀπευτακτῶ ( έω) (Α) [ευτακτώ] πληρώνω, εξοφλώ τακτικά, στον ορισμένο χρόνο …   Dictionary of Greek

  • ευτάκτημα — εὐτάκτημα ατος, τὸ (Α) [ευτακτώ] πράξη ή ενέργεια σύμφωνα με την τάξη και την πειθαρχία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”