- ευτακτώ
- (ΑΜ εὐτακτῶ, -έω) [εύτακτος]είμαι εύτακτος, συμπεριφέρομαι με τάξη και πειθαρχίαμσν.-αρχ.τηρώ στη ζωή την πρέπουσα τάξη, είμαι εγκρατήςαρχ.(για στρατιώτες) πειθαρχώ, υπακούω2. πληρώνω τακτικά τις οφειλές μου3. επαναφέρω κάποιον στην τάξη4. παθ. εὐτακτοῡμαι, -έομαιεπαναφέρομαι στην τάξη.
Dictionary of Greek. 2013.